Διονυσιας

Διονυσιας
    Διονυσιάς
    Διονῡσιάς
    -άδος adj. f дионисова Eur., Plat., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Διονυσιας" в других словарях:

  • διονυσιάς — διονυσιάς, η (Α) 1. μαινάδα, βάκχη 2. διονυσιάδες κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου 3. ονομασία τής Νάξου 4. το φυτό ανδρόσαιμο 5. το αμπέλι 6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του διονύσιος] …   Dictionary of Greek

  • Διονυσιάς — Διονῡσιάς , Διονυσιάς Bacchante fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσίας — Διονυσίᾱς , Διονύσιος of Dionysus fem acc pl Διονυσίᾱς , Διονύσιος of Dionysus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδα — Διονῡσιάδα , Διονυσιάς Bacchante fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδας — Διονῡσιάδας , Διονυσιάς Bacchante fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδες — Διονῡσιάδες , Διονυσιάς Bacchante fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδι — Διονῡσιάδι , Διονυσιάς Bacchante fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδος — Διονῡσιάδος , Διονυσιάς Bacchante fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδων — Διονῡσιάδων , Διονυσιάς Bacchante fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»